Του Γιώργου Λακόπουλου
Δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ αυτή την ημερομηνία: 12 Ιουνίου 2018. Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξης Τσίπρας έκλεισε μια εκκρεμότητα δεκαετιών και αποκατέστησε το γόητρο της χώρας ύστερα από την εθνική ήττα του 1992.
Η Αθήνα και τα Σκόπια κατέληξαν σε ιστορική συμφωνία που ανοίγει νέους δρόμους στις σχέσεις τους, στην περιοχή των Βαλκάνιων και στην Ευρώπη. Είναι μια έντιμη συμφωνία που προετοίμασαν επίπονα οι υπουργοί Εξωτερικών των δυο χωρών και επισφράγισαν οι πρωθυπουργοί τους με περίσσευμα τόλμης και διορατικότητας.
Η Ελλάδα έφτασε σε μια διπλωματική επιτυχία και εφεξής οι δυο χώρες θα προχωρήσουν συνεργαζόμενες στους δρόμους των διεθνών οργανισμών και της σταθερότητας. Είναι μια εξέλιξη που χαιρέτισε η διεθνής κοινότητα και πιστώνεται ο Αλέξης Τσίπρας.
Είχε την οξυδέρκεια να διακρίνει την ευκαιρία και την πολιτική γενναιότητα να πάρει τη σκυτάλη -της αποσυγκόλλησης από τον στείρο εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία -από το σημείο που την άφησε ο Κώστας Καραμανλής πριν από είκοσι χρόνια. Όταν διαμόρφωσε τη νέα εθνική γραμμή με τη σύμφωνη γνώμη της τότε αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ με τον Γ. Παπανδρέου.
Μετά το 1992 και το φιάσκο Σαμαρά, η Ελλάδα ξόδεψε άσκοπα διπλωματικό κεφάλαιο και οδηγήθηκε στην διόλου κολακευτική κατάσταση να αποκαλούν τη γειτονική χώρα όλοι στη διεθνή κοινότητα ως «Μακεδονία». Η λύση Τσίπρα- Ζάεφ, βασισμένη στα θεμέλια που έβαλε η κυβέρνηση Καραμανλή, αποκαθιστά τα πράγματα με βάση την κοινή λογική, το διεθνές δίκαιο, τα συμφέροντα των δυο πλευρών και την αξιοπρέπεια των λαών τους.
Το γειτονικό κράτος αποκτά το όνομα που δικαιούνται να έχει ως εκτεινόμενο στον γεωγραφικό χώρο της Βόρειας Μακεδονίας. Η ονομασία αυτή είναι η μοναδική και ισχύει παντού και σε όλα. Οι παλιές αλυτρωτικές θεωρίες εξαλείφονται από τα νομικά κείμενα και τις πολιτικές διακηρύξεις στο εσωτερικό της. Οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας, πλέον, απαλλάσσονται από τους δικούς τους βρικόλακες που τους καταδίκασαν στο περιθώριο.
Έτσι η Ελλάδα ως ηγέτιδα δύναμη των Βαλκανίων, αποκτά έναν γείτονα που σέβεται την ιστορία της και την ιστορίας της περιοχής και τείνει χέρι φιλίας και συνεργασίας. Καλύτερα δεν θα μπορούσε να γίνει.
Κατά τα λοιπά θα κρίνει η Ιστορία ποιο παιχνίδι παίχθηκε το 1991-92 και αν ήταν μόνο ο τυφλός εθνικισμός και η διάθεση για πολιτικές σταδιοδρομίες που οδήγησαν στο αδιέξοδο, ή αν το αδιέξοδο δημιουργήθηκε ως πρόσχημα να ανατραπεί μια εκλεγμένη κυβέρνηση από τα διαπλεκόμενα συμφέροντα της εποχής, όπως κατήγγειλε ο ανατραπείς πρωθυπουργός.
Στις σημερινές συνθήκες η λύση είναι λυτρωτική για τη χώρα, για την Ευρώπη και για τον ελληνισμό γενικότερα. Το μόνο στίγμα είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των ευθυνών της και συνέχισε να ταυτίζεται με την ακροδεξιά στη γραμμή της μη λύσης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπό τον εκβιασμό της διάσπασης της ΝΔ -από τον βασικό υπεύθυνο του προβλήματος Αντώνη Σαμαρά και τον τοποτηρητή του Άδωνι Γεωργιάδη- σύρθηκε πίσω από τον εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία. Τάχθηκε υπέρ τη μη λύσης- παρά τις συμβουλές που δέχθηκε από ομογάλακτους πολιτικούς της Ευρώπης.
Πρόκειται για ολέθριο πολιτικό σφάλμα ενός πολιτικού που έχασε την ευκαιρία να πάρει και ο ίδιος το μερίδιο της επιτυχίας που ανήκει στο κόμμα του, από το οποίο -υπό την ηγεσία του Κ. Καραμανλή και με υπουργό Εξωτερικών τη Ντόρα Μπακογιάννη- ξεκίνησε η λύση που ολοκληρώθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση. Στην οποία προφανώς δεν έχει θέση πλέον ο Πάνος Καμμένος από τη στιγμή που ως υπουργός διαφοροποιήθηκε από τον πρωθυπουργό.
Είναι μια εξέλιξη που οδηγεί σε πολιτικές ανακατατάξεις, εδραιώνει την ευρύτερη Κεντροαριστερά ως Κυβερνώσα δύναμη υπό τον Τσίπρα και του ανοίγει οριστικά την πόρτα του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Σε ό,τι αφορά τον Κυριάκο Μητσοτάκη η θέση που επέλεξε τον οδηγεί σε νέα διλήμματα και νέα αδιέξοδα. Τώρα πρέπει να διαχειριστεί τη συμπεριφορά των βουλευτών του στη Βουλή, όταν έλθει για κύρωση η συμφωνία. Η ιδέα της καταψήφισης ή ακόμη χειρότερα της αποχής, δεν είναι η καλύτερη. Πολιτικοί με κύρος σαν τον Καραμανλή, τη Ντόρα, τον Μεϊμαράκη και άλλους δεν είναι δυνατόν να καταψηφίσουν τη συμφωνία που έχει στην ούγια την υπογραφή τους.
Εν συνέχεια ο επικεφαλής της ΝΔ πρέπει να πάρει θέση επί της ισχύουσας συμφωνίας που θα είναι γι’ αυτόν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Αν αρνηθεί να τη δεχθεί, θα τον βάλει στην κατάψυξη η διεθνής κοινότητα και θα τον αποδοκιμάσουν όλοι οι σοβαροί παράγοντες της Δεξιάς. Αν την αποδεχθεί θα βρει μπροστά του τους ακραίους των συλλαλητηρίων, σε ταύτιση με τους οποίους τον οδήγησε ο Σαμαράς με εμπροσθοφυλακή των Άδωνι Γεωργιάδη.
Εκτός αν με τη συνδρομή του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας και παραγόντων του κόμματος του, όπως η αδελφή του- δει έστω την τελευταία στιγμή το σωστό δρόμο και διασωθεί. Η δήλωσή του πάντως ως πρώτη αντίδραση στη συμφωνία αφήνει περιθώρια να το ξανασκεφτεί όταν έλθει η ώρα της επικύρωσης. Είναι μια ρητορική που επιτρέπει αναδίπλωση.
Η ΝΔ υπήρξε πριν από τον γιο του Κώστα Μητσοτάκη και θα υπάρχει και μετά από αυτόν και η επιλογή να κατέβει από το τρένο και να ακυρώσει τις φιλοδοξίες του είναι δική του. Όπως υπάρχει η Ελλάδα και η ιστορία της, ανεξάρτητα από τα καπρίτσια και τις προσωπικές επιδιώξεις οποιουδήποτε πολιτικού.
Ως εκλεγμένος Πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να καβαλήσει το ιστορικό κύμα, να αρπάξει τη ευκαιρία και να κλείσει οριστικά ένα κεφάλαιο που καταπόνησε την ελληνική διπλωματία και δυσχέρανε τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, δηλητηριάζοντας ταυτόχρονα τον δημόσιο βίο της.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, άπειρος και χωρίς έγκυρους συνεργάτες στα διεθνή θέματα, χάνει την τελευταία ευκαιρία που είχε να δείξει ότι μπορεί να γίνει ηγέτης. Να είναι χρήσιμος στην παράταξή του και τη χώρα. Αν δεν γίνει το θαύμα της μεταστροφής του, θα μείνει ως πολιτικός που έχασε την παρτίδα παίζοντας το χαρτί άλλων…
Πηγή: Ανοιχτό Παράθυρο